- οἰνοχόῳ
- οἰνόχοοςcupbearermasc dat sgοἰνοχόοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινοχοώ — (ΑΜ οἰνοχοῶ, έω) [οινοχόος] είμαι οινοχόος, χύνω κρασί στα κύπελλα τών συνδαιτυμόνων, κερνώ κρασί αρχ. 1. παρέχω άφθονα, με γεναιοδωρία κάτι («πολλήν... καὶ ἄκρατον τοῑς πολίταις ἐλευθερίαν οἰνοχοῶν», Πλούτ.) 2. ενεργώ ώστε να ρεύσει από κάπου… … Dictionary of Greek
οἰνοχοῶ — οἰνοχοέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰνοχοέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek
διοινοχοώ — διοινοχοῶ ( έω) (Α) [οινοχοώ] δίνω εντολή στον οινοχόο να προσφέρει κρασί στους καλεσμένους … Dictionary of Greek
ενοινοχοώ — ἐνοινοχοῶ, έω (Α) διαφ. γραφή αντί οινοχοώ* χύνω κρασί μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
οινοχοεύω — οἰνοχοεύω (Α) [οινοχόος] οινοχοώ … Dictionary of Greek
οινοχόημα — οἰνοχόημα τὸ (Α) [οινοχοώ] 1. ο οίνος που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες, ο οινοχόος 2. (κατ* επέκτ.) ο οίνος που προσφερόταν δωρεάν 3. εορτή κατά την οποία προσφερόταν οίνος … Dictionary of Greek
παροινοχοώ — έω Α [οινοχοώ] στέκομαι κοντά σε κάποιον και χύνω κρασί στο κύπελλο του, κερνώ κάποιον κρασί … Dictionary of Greek